- επιρρηματικός
- -ή, -ό (AM ἐπιρρηματικός, -ή, -όν) [επίρρημα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται οτο επίρρημα ή εκφέρεται με επίρρημα2; φρ. α) «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που εκφέρονται είτε με επίρρημα είτε με πλάγια πτώση εμπρόθετη ή χωρίς πρόθεση είτε με ρήμα με αναφορικό μόριοβ) «επιρρηματικές προτάσεις» — οι δευτερεύουσες προτάσεις που προσδιορίζουν το ρήμα τής κύριας πρότασης ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί, π.χ. οι τελικές, χρονικές, αιτιολογικές κ.λπ.επίρρ...επιρρηματικώς και -αμε τρόπο επιρρηματικό, με επίρρημα.
Dictionary of Greek. 2013.