επιρρηματικός

επιρρηματικός
-ή, -ό (AM ἐπιρρηματικός, -ή, -όν) [επίρρημα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται οτο επίρρημα ή εκφέρεται με επίρρημα
2; φρ. α) «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που εκφέρονται είτε με επίρρημα είτε με πλάγια πτώση εμπρόθετη ή χωρίς πρόθεση είτε με ρήμα με αναφορικό μόριο
β) «επιρρηματικές προτάσεις» — οι δευτερεύουσες προτάσεις που προσδιορίζουν το ρήμα τής κύριας πρότασης ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί, π.χ. οι τελικές, χρονικές, αιτιολογικές κ.λπ.
επίρρ...
επιρρηματικώς και -α
με τρόπο επιρρηματικό, με επίρρημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιρρηματικός — adverbial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιρρηματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο επίρρημα. 2. φρ., «επιρρηματικός προσδιορισμός», προσδιορισμός που εκφέρεται με επίρρημα ή με πλάγια πτώση. 3. φρ., «επιρρηματικές προτάσεις», οι δευτερεύουσες προτάσεις που προσδιορίζουν ως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιρρηματικά — ἐπιρρηματικός adverbial neut nom/voc/acc pl ἐπιρρηματικά̱ , ἐπιρρηματικός adverbial fem nom/voc/acc dual ἐπιρρηματικά̱ , ἐπιρρηματικός adverbial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικώτερον — ἐπιρρηματικός adverbial adverbial comp ἐπιρρηματικός adverbial masc acc comp sg ἐπιρρηματικός adverbial neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικῶν — ἐπιρρηματικός adverbial fem gen pl ἐπιρρηματικός adverbial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικόν — ἐπιρρηματικός adverbial masc acc sg ἐπιρρηματικός adverbial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικαί — ἐπιρρηματικός adverbial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικοῖς — ἐπιρρηματικός adverbial masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικοῦ — ἐπιρρηματικός adverbial masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικῆς — ἐπιρρηματικός adverbial fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”